- κατάχωση
- ἡ (AM κατάχωσις, -ώσεως) [καταχώνω]το χώσιμο ενός πράγματος βαθιά μέσα στη γη, θάψιμο, καταχώνιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάχωση — η το χώσιμο βαθιά στη γη: Ασχολείται με την κατάχωση της πατάτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχώσῃ — καταχώσηι , κατάχωσις covering up fem dat sg (epic) καταχώννυμι cover with a heap aor subj mid 2nd sg καταχώννυμι cover with a heap aor subj act 3rd sg καταχώννυμι cover with a heap fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)